- παραμίλημα
- τολόγια ακατανόητα, ασυνάρτητα, παραμιλητό, παραλήρημα στον ύπνο ή από αρρώστια: Μέσα στο παραμίλημά του δεν ήξερε τι έλεγε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραμίλημα — το [παραμιλώ] 1. λόγια ακανόητα, ασυνάρτητα, κυρίως ως σύμπτωμα ψυχικής ή οργανικής ασθένειας, παραμιλητό 2. μτφ. φλυαρία, λογοδιάρροια … Dictionary of Greek
παραμιλητό — το παραμίλημα, παραλήρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμιλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. μουρμουρ ητό)] … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek
παραμιλητό — το παραμίλημα, παραλήρημα: Όσο διαρκούσε ο πυρετός του, δεν έπαψε το παραμιλητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)